- επιεικής
- indulgent
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἐπιεικής — fitting masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιεικής — ές (AM ἐπιεικής, ές) συγκαταβατικός, ήπιος στην κρίση του, μετριοπαθής αρχ. μσν. 1. πράος, αγαθός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιεικές α) επιείκεια, συγκαταβατικότητα β) αγαθότητα αρχ. 1. αρμόδιος, κατάλληλος («τύμβον δ’ οὐ μάλα πολλόν... ἀλλ’ ἐπιεικέα … Dictionary of Greek
επιεικής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ήπιος στην κρίση και τιμωρία σφαλμάτων και αδικημάτων, συγκαταβατικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιεικῆ — ἐπιεικής fitting neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπιεικής fitting masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπιεικής fitting masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιεικέστερον — ἐπιεικής fitting adverbial comp ἐπιεικής fitting masc acc comp sg ἐπιεικής fitting neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιεικεστάτων — ἐπιεικής fitting fem gen superl pl ἐπιεικής fitting masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιεικεστέρων — ἐπιεικής fitting fem gen comp pl ἐπιεικής fitting masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιεικεῖ — ἐπιεικής fitting masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιεικής fitting masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιεικεῖς — ἐπιεικής fitting masc/fem acc pl ἐπιεικής fitting masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιεικέα — ἐπιεικής fitting neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐπιεικής fitting masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιεικές — ἐπιεικής fitting masc/fem voc sg ἐπιεικής fitting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)